Σάββατο, Φεβρουαρίου 19, 2011

Νίκος Ντακάκης - Η αδελφότητα των στεναγμών

Νίκος Ντακάκης

Η αδελφότητα των στεναγμών

Α Α ΛΙΒΑΝΗ

Μόνο τις μεγάλες οικογένειες ζήλευε. Αυτές που είχαν πολλά παιδιά κι ήταν αγαπημένοι. Να, τις προάλλες, τον είχαν καλέσει σε μιαν εκδήλωση. Ο πατέρας ενός υπαλλήλου του γιόρταζε τα πενήντα χρόνια γάμου του. Ο ίδιος ούτε που το θυμόταν. Ο γιος του, ο Θανάσης ο τραπεζικός, ήταν που τα οργάνωσε όλα. Έκλεισε ένα κέντρο έξω από τα Χανιά. Δεν κάλεσαν ξένους. Μόνο τα παιδιά, τα εγγόνια και τα πρωτοξάδελφα κάλεσαν. Ο Κώστας νόμισε πως θα πήγαινε σε καμιά παρέα με δεκαπέντε, είκοσι το πολύ άτομα κι αυτός βρέθηκε σ’ ένα κέντρο με πάνω από διακόσιους καλεσμένους. Παραξενεύτηκε, φώναξε τον Θανάση και του το είπε.

«Μα, κύριε Διευθυντά, δεν είναι κανείς ξένος εδώ μέσα. Δώδεκα αδέλφια έχει ο πατέρας μου. Εννιά παιδιά έχει ο ίδιος. Όλοι αυτοί που βλέπεις είναι αδέλφια, γαμπροί και νύφες, ανίψια, πρωτοξαδέλφια. Κανείς πιο πέρα».

Σφίχτηκε η καρδιά του, αλλά συγκρατήθηκε και δεν είπε τίποτα. Έβλεπε στρωμένα τα τραπέζια, ενωμένα απ’ άκρη σ’ άκρη να πιάνουν όλο το κέντρο, φορτωμένα με φαγητά, μεζεδάκια, λιχουδιές. Κρασί γεμάτες οι κανάτες και το κέφι στα ύψη. Πάνω από μια ώρα είχε χρειαστεί μόνο για τις ευχές. Κάθισε σ’ ένα τραπέζι και τους παρακολουθούσε. Στο τέλος σηκώθηκε ο Θανάσης:

«Αυτή η βραδιά», είπε χαμογελαστός, «είναι αφιερωμένη στη μάνα μου. Σήμερα συμπληρώνονται πενήντα χρόνια που είναι παντρεμένη με τον πατέρα μου. Μπορείτε να φανταστείτε πενήντα χρόνια υπομονής και οικογενειακής ευτυχίας; Πρέπει να την τιμήσουμε όλοι».

Σείστηκε το κέντρο από το χειροκρότημα. Έκανε να καθίσει στη θέση του, μα το μετάνιωσε. Ύψωσε το ποτήρι του και γύρισε προς τον πατέρα του: «Κι εσύ καπετάν Σήφη», του είπε σοβαρός, «για να μας αποζημιώσεις που σε παλεύουμε όλα αυτά τα χρόνια, θα πρέπει να ξεκινήσεις το τραγούδι».

«Τρα-γού-δι, τρα-γού-δι», φώναζαν ρυθμικά όλοι στο κέντρο και χτυπούσαν με τα μαχαιροπήρουνα τα πιάτα.

Σοβάρεψε αυτός κι άρχισε το ριζίτικο:

«Ποτέ μου δεν εζήλεψα σ’ αμπέλια, σε περβόλια,

όσο ζηλεύω στσι δικούς, όντε μονομεριούνε,

περίτου να ’ναι αδελφοί, γή να ’ν’ πρωτοξαδέλφια…»

Έτρεχαν τα μάτια του Κώστα του Αλεξίου από τη συγκίνηση σ’ όλη τη διάρκεια του τραγουδιού. Μόλις τέλειωσε το τραγούδι και πέρασαν πέντε, δέκα λεπτά, προφασίστηκε πονοκέφαλο, πήρε τη γυναίκα του κι έφυγε.