Τετάρτη, Δεκεμβρίου 17, 2008

Ώρα μία και 40. Ψάχνω ακόμα να βρω...


Ξημερώματα Τετάρτης.
Ώρα 12 και 8


Πλησιάζουν οι γιορτές. Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά.
Τι πλησιάζουν; Έφτασαν.
Κοιτάζω γύρω μου και ψάχνω. Ψάχνω απεγνωσμένα μα, δεν το βρίσκω.
Πού πήγε; Πού χάθηκε; Μαζί μου το είχα! Πάνω μου! Φάτσα κάρτα. Στο πρόσωπό μου.
Το έβλεπαν κι άλλοι. Μου το’ λεγαν!
Έχεις ωραίο χαμόγελο!
Μα, πού πήγε;
Ούτε ο καθρέφτης μου το είδε.
Κι αυτός μου είπε:
«Το ψάχνω. Έχω μέρες να το δω».


Το έψαξα κι εγώ, πάλι και ξαναπάλι.
Ούτε μέσ’ τις κούτες με τα Χριστουγεννιάτικα στολίδια ήταν, ούτε στα μαγαζιά με τα πολύχρωμα φωτάκια και τα όμορφα φουστάνια.
Και το χειρότερο, δεν είναι ότι το έχασα εγώ.
Το έχασε όλος ο κόσμος!
Κανένας δεν μπορεί να το βρει.
Λες κι ήρθαν εξωγήινοι από άλλον πλανήτη και κλέψαν ότι υπήρχε σε χαμόγελο.
Ακόμα κι εκείνο το ψεύτικο, το αναγκαστικό ή το άλλο το κολλητικό λόγω των άλλων.
( αφού χαμογελάνε οι άλλοι, ας χαμογελάσω κι εγώ).


Πού πήγαν φέτος τελικά, όλα τα χαμόγελα του κόσμου;
Αναρωτιέμαι:
Φέτος θα ‘ρθουν και θα φύγουν οι γιορτές χωρίς χαμόγελο;
Είμαι και προληπτική.
Έτσι θα πάει η καινούργια χρονιά;
Χωρίς χαμόγελα;


Έψαξα πολύ. Μέρες το ψάχνω το «γιατί».
Πρώτα ξεκινάω απ’ το δικό μου.
Μην φταίει που Έφυγε η Άλλη μάνα;
Όχι. Δεν είναι αυτό.
Πέρασαν 7 μήνες.
Ήταν θέλημα Θεού, δεν γινόταν αλλιώς, το δέχτηκα.
Συνήθισα.
Όλα τα συνηθίζει ο άνθρωπος.


Μην φταίει που αρρώστησε ο Άλλος πατέρας;
Κι αυτό θέλημα Θεού ήταν.
Κι αυτό το δέχτηκα.
Και το συνήθισα.
Όλα τα συνηθίζει ο άνθρωπος.


Μην φταίει που η κόρη μου είναι μακριά;
Μπα. Εφτά χρόνια τώρα.
Φυσιολογικό πέταγμα παιδιού απ’ την οικογενειακή φωλιά του, είναι.
Κι αυτό το συνήθισα.
Και τα δέκα χρόνια σπουδών και τα έξοδα.
Όλα τα συνηθίζει ο άνθρωπος.


Μην φταίει που λείπει και ο γιος;
Μπα, φάγαμε το πρώτο τετράμηνο.
Φαντάρος πήγε το παιδί.
Φυσιολογικός δρόμος για να ανδρωθεί ένα αγόρι, είναι.
Κι αυτό το συνήθισα.
Όλα τα συνηθίζει ο άνθρωπος.


Μην φταίει που πλημμύρισε ο Βόλος και κινδύνεψε το «ψωμί» μου;
Χρόνια το ίδιο βιολί, τώρα.
Αφού δεν μπορούν να αδειάζουν τα νερά στην θάλασσα, μάθαμε να αδειάζουμε το περίπτερο εμείς.
Κι αυτό το συνήθισα.
Όλα τα συνηθίζει ο άνθρωπος!


Μην φταίει που οι κουκουλοφόροι τρομοκράτες θύμωσαν και σπάζουν ότι βρουν και φοβάμαι για το «ψωμί» μου;
Ναι, είναι κι αυτό.
Μα κι αυτό, ελέγχεται ακόμα.
Οι τρομοκράτες στην επαρχία έχουν τις καλύτερες προθέσεις.
"Ποτέ δεν ξέρεις", θα μου πεις.
Τις αδέσποτες να φοβάσαι.
Κάθε μέρα πορείες, συχνά τα επεισόδια.
Τα δείχνει και η τηλεόραση.
Δε βαριέσαι.
Ότι θέλει ας γίνει.
Υλικές θα είναι ζημιές.
Κι αυτό το συνήθισα…
Πόσο εύκολο!
Όλα τα συνηθίζει ο άνθρωπος!

...Μην φταίει το ότι ένας άγνωστος πατέρας με παιδιά, λόγω του επαγγέλματός του (αστυνομικός παρακαλώ!) και με την άδεια να οπλοφορεί, σκότωσε ένα δεκαπεντάχρονο παιδί;
Μην φταίει τ’ ότι φοβήθηκαν τ’ άλλα παιδιά και ξεχύθηκαν στους δρόμους;
Ναι, αυτό φταίει.
Αυτό μου πήρε το χαμόγελο.
Ένα δεκαπεντάχρονο παιδί χωρίς ΖΩΗ!
Μια μάνα κι ένας πατέρας χωρίς ΠΑΙΔΙ!
Μια παρέα παιδιών χωρίς ΦΙΛΟ!
Μια ολόκληρη Ελλάδα πενθεί για ένα άγνωστο παιδί, κι αυτό γιατί θα μπορούσε να είναι το δικό τους παιδί!
Γιατί είναι άδικο, ΠΟΛΥ!
Όχι, αυτό δεν μπορώ να το συνηθίσω.
Άνθρωπος που έχει δικά του παιδιά ή και που αγαπάει τα παιδιά, αυτό δεν μπορεί να το συνηθίσει!
Ούτε και να το δεχτεί.
Ακόμα κι αν δεν είναι παιδί.
Κανένας άνθρωπος δεν έχει δικαίωμα ν’ αφαιρέσει ΖΩΗ!
Ούτε ανθρώπου, ούτε ζώου.
Θέλημα ανθρώπου, δεν υπάρχει!
Αυτό πρέπει να το συνηθίσει ο άνθρωπος, ακόμα κι αν έχει άδεια οπλοφορίας.

Κάτι απ’ αυτά…
Δεν μπορώ να καταλάβω και να συνηθίσω…

Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο το έλεγαν αυτό το Άγνωστο παιδί!
Κι ήταν δεκαπέντε χρονών!
Φορτωμένος όνειρα στις πλάτες για το μέλλον του…
Και το μέλλον χάθηκε για κείνον!
Έτσι, άδικα.

Παραμένει Άγνωστος για μένα ο αστυνομικός.
Δεν θέλω να μάθω τ’ όνομά του.
Κι όμως! Έχω ακούσει το όνομά του!
Δεν το συγκράτησα.
Επιλεκτική μνήμη.
Δεν ανήκει στους Ήρωες.


…Δεν ψάχνω πια για το χαμόγελο.
Ξέρω πως κάποια στιγμή θα ξεχαστεί και θα βγει στην επιφάνεια μόνο του.
Τώρα θα ψάξω να βρω τα λάθη μου σαν γονιός και τι μπορώ να διορθώσω, για να μπορέσουν να ξαναχαμογελάσουν πρώτα τα παιδιά μου, οι φίλοι τους, και όλα τα παιδιά του κόσμου.
Παιδιά χωρίς χαμόγελα, αρρωσταίνουν.
Κάτι σαν τα λουλούδια που σε άρρωστο έδαφος πεθαίνουν…
Πρέπει να τους διώξω την μελαγχολία.
Με την τόση ανασφάλεια που τους έχω προσφέρει απλόχερα, φέρνοντάς τα σε έναν κόσμο ψεύτικο και γυάλινο δεν πρόκειται να χαμογελάσουν.
Πρέπει να διορθώσω κάτι, αλλά, τι;
Γι’ αυτό τα σπάζουν, αφού δεν μπορούν να σπάσουν τα μούτρα μας.
Για μας τους γονείς ήταν η πρώτη γροθιά, αλλά αστόχησε…
Αν δεν ξυπνήσουμε θα μας πονέσουν…
Πιο πολύ απ’ ότι τώρα που δεν τα βλέπουμε να χαμογελάνε…
Και το χαμόγελο μεν είναι μεταδοτικό, αλλά έρχεται μέσα από ευτυχισμένο άνθρωπο κι ευτυχισμένοι άνθρωποι γύρω μας δεν υπάρχουν.
Πρέπει να κάνω κάτι, αλλά τι;
Πρέπει να διορθώσω κάτι, αλλά τι;
Η συγγνώμη δε φτάνει.
Τόση μελαγχολία γύρω μου και μέσα μου,
αυτό δεν το είχα συνηθίσει…


Να τα πάρω πάλι απ’ την αρχή.
Λείπει αυτό το «κάτι» που φέρνει συνήθως η ατμόσφαιρα των Χριστουγέννων.
Το έψαξα.
Νόμιζα πως έφταιγε το χαμόγελο.
Γράψε: «Λάθος!»
Ψάχνοντας βρήκα την μελαγχολία.
Αυτή εύκολα την βρίσκεις.
Τζάμπα από παντού.
Το χαμόγελο όμως, γιατί να μην είναι κι αυτό τζάμπα;
Ξέρω. Δεν είναι υλικό να τ’ αγοράσεις.
Δεν πουλιέται.
Δεν το βρίσκεις στα μαγαζιά.
Ποτέ δεν ήταν εκεί, εκτός αν υπήρχε χρήμα.
Ούτε απ’ αυτό χαρίζουν, όμως.
Απ’ αυτό πουλάνε οι τράπεζες, αλλά είναι πολύ ακριβό.
«Δάνειο» το λένε…
Σου χτυπάει την πόρτα κάθε μήνα.
Δε λογαριάζει τα απρόοπτα…
Το συνήθισα κι αυτό.
Όλα τα συνηθίζει ο άνθρωπος…


Άρα, δεν φταίει και το χρήμα.
Το χρήμα πάντα έλλειπε, φέτος ακόμα χειρότερα, αλλά και μ’ αυτή την απουσία συνηθίσαμε.
Όλα τα συνηθίζει ο άνθρωπος.


Άλλο φταίει.
Η διαφορά.
Το χαμόγελο είναι πηγαίο.
Βγαίνει απ’ την χαρά, την ικανοποίηση, την δικαίωση, την υγιή και αξιοπρεπή ζωή των ανθρώπων.
Αν βρω όλα αυτά, θα βρω και το χαμόγελο, που βγαίνει απ’ την χαρά, την ελπίδα, το όνειρο.

Τα μπέρδεψα.
Για ελπίδες κι όνειρα, δεν έλεγα παραπάνω.
Γιατί βγήκε η διαφορά της τζάμπα μελαγχολίας;
Πάμε πάλι απ’ την αρχή.
Ψάχνω να βρω τα «γιατί»…


Ώρα μία και πέντε.
Ψάξε! Και…
Ξαναγράψε …
κι αν τα βρεις, «γράψε μου»!


Ώρα για ύπνο κυκλάμινο!
Εκεί θα δεις όνειρα κι εύχομαι να έχουν πολλά χαμόγελα, γιατί κι εκεί τα ψάχνεις, τελευταίως!

Ώρα μία και δέκα.
Άλλη μια προσπάθεια.
Μπορεί να το βρω...
Να μου κάτσει.
Πάμε πάλι.
Απ’ την αρχή.
Ψάχνω να βρω που πήγε ένα παιδί.
Τον Αλέξη Γρηγορόπουλο, για να ξαναφέρει το χαμόγελο στους Έλληνες, αυτές τις Άγιες Μέρες πού ‘ρχονται.


Πού θα τον βρω;
Κι αν δεν τον βρω, πως θα χαμογελάσουν τα παιδιά και μαζί τους κι εγώ;

Κι έρχονται Χριστούγεννα, Καινούργιος χρόνος...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου