Κυριακή, Ιουλίου 15, 2007

Ίσως απόσπασμα μιας αρχής... (4)


Αυτό το απόσπασμα το χαρίζω στην ψιλικατζού:
Είναι "πηγή" και της ταιριάζει!
Η βρύση είναι στη Σχολή του Ρήγα στη Ζαγορά.
Κι αν το νερό λιγόστεψε... απο κάπου αλλού θα ξεπηδήσει!
****************************************
.................Τώρα, τώρα χόρεψε το φεγγάρι με τα νερά της θάλασσας στη θέα μας κι ο μικρός με φώναξε να το δω. Η φωτογραφική μηχανή, πάντα πιστή φίλη, πρόθυμη να κλέψει τη σκηνή και τη στιγμή, ήταν μαζί μας. Χόρεψε και αποθανάτισε το φεγγάρι που κι απόψε θα με συντροφεύει στα όνειρά μου. Θα συνεχίσει να δίνει παραστάσεις με τα χρυσαφένια χρώματά του στα νερά της θάλασσας και δεν θα αφήσει την καρδιά μου να χορεύει ξέφρενα σε γοργούς ρυθμούς, όπως κάνει δυο μέρες τώρα, καθώς ξεκίνησε το πανηγύρι.
Απόψε θα χορέψει για μένα το φεγγάρι κι η καρδιά θα κοιμηθεί μαζί μου, για να ξεκουραστεί. Αύριο πάλι, θα συνεχίσει εκείνο το «τώρα» που άρχισε πριν μερικές σελίδες κι ήταν αρχή…
Πάμε καρδιά. Έλα φεγγάρι. Φεγγάρι μου μισό.


Ξύπνησα με τα ροζ χρώματα της Ανατολής να κολυμπούν στη θάλασσα. Αν κι άργησα να κοιμηθώ, γιατί το μυαλό δούλευε συνέχεια. Αναμνήσεις κι όνειρα έπαιζαν το παιγνίδι της καρέκλας, όποιος προλάβει να καθίσει κι αυτός που μένει χωρίς καρέκλα, να φύγει.
Δεν ξέρω πως έγινε, εκείνος που έφευγε μέχρι το ροζ χρώμα της ανατολής, ήταν ο ύπνος. Κατάφερε να πιάσει καρέκλα όταν το ροζ έγινε μοβ λιλά. Εκεί κοιμήθηκε κι αυτός αφήνοντας την ανατολή να αυτοσχεδιάσει στα νερά της θάλασσας και στο γαλάζιο τ’ ουρανού και να χρωματίσει τα όνειρά του. Άφησε τον ήλιο να ανέβει ψηλά στον σταθερό θρόνο του και να βασιλέψει.
Και το φεγγάρι είχε κοιμηθεί μαζί με την Ελπίδα. Την είδε πόσο το θαύμασε όλη νύχτα, ένιωσε να ζαλίζεται ώσπου έκλεψε χρώμα απ’ το θαλασσί της θάλασσας και το 'κανε χάντρα θαλασσιά, να μη το πιάσει μάτι.
Με μάτι κοιμήθηκε το πρωί το φεγγάρι και το βράδυ θα βγει ίσως κουρασμένο. Ίσως απόψε δεν χορέψει στα μαυρισμένα νερά της θάλασσας και προσπαθήσει να χορέψει με τις αποχρώσεις του πράσινου και του βουνού του Πηλίου. Ίσως παίξει με τον Κένταυρο, με τους τουρίστες, με τις φωτιές που το άναψαν οι εμπρηστές και με τις στάχτες που απόμειναν, τους καμένους σκελετούς δέντρων, με τα καμένα κουφάρια ζώων, ακόμα και με τα καμένα όνειρα της Ελπίδας.
Δεν ξέρει. Θα δει πως θα νιώθει μόλις ο ήλιος πάει για ύπνο πίσω απ’ το βουνό κι εκείνο ξέρει πως θα πιάσει καρέκλα για πολλές ώρες πάλι.
………......
Εγώ, αν και ο ήλιος έφτασε ψηλότερα και με τυφλώνει αν τον κοιτάξω κατάματα, έπιασα καρέκλα για να γράψω. Πολύ πρωινή σήμερα η συνέχεια αυτής της ανάγκης. Ένα τώρα διαρκείας που θέλει να βγει, γιατί πνίγεται. Κανείς δε μπορεί να το σταματήσει.
«Η πηγή» έλεγε η Σοφή κυρία, «θα βρει τρόπο να βγάλει το νερό της, με όσα βράχια κι αν την φράξεις. Μη τη φοβάσαι!»
Το φράγμα έσπασε.

Πώς δεν την φοβάμαι Σοφή μου κυρία!
Μια κουβέντα είναι.
Η πηγή ξεσπώντας θα παρασύρει στο πέρασμά της ότι βρει μπροστά της.
Το καθαρό νερό της θα ανακατευτεί με μαύρα χώματα, με κόκκινα χώματα κι ένα θα γίνει.
Αίμα θα γίνει και θα τρομάξεις.
Μαύρο θα γίνει και θα βγουν φαντάσματα.
Πέτρες θα παρασύρει στο πέρασμά του, μικρές και μεγάλες και θα σε χτυπήσει. Ξερά θα παρασύρει μαζί του, αλλά και χλωρά.
Λίπασμα θα τα κάνει όλα, κι όπου βρεθεί θα σπείρει.
Κι αν φτάσουν στη θάλασσα, φυτρώνουν εκεί οι σπόροι;
Ένα θα γίνει με τ’ αλμυρό νερό και θα χαθεί.
Κι αν καταφέρει και σταθεί στην επιφάνεια, ατμός θα γίνει, σύννεφο που θα βρέξει και θα το ρουφήξουν πάλι τα ξερά χώματα γης να ξεδιψάσουν κι όταν χορτάσει θα τα κρύψει πάλι και θα δημιουργήσει μια νέα πηγή, που θα παλέψει κι αυτή με τα εμπόδια των βράχων για να κάνει κύκλο ζωής. Γιατί η ζωή κύκλος είναι και κύκλους κάνει. Κύκλους ανοίγει και κύκλους κλείνει.
Κάτι σαν το τριαντάφυλλο και τη γυναίκα περίπου.

Πού είσαι Ελπίδα; Που κρύφτηκες; Βγες πάλι. Μόνες μας είμαστε. Έλα μαζί μου στην καρέκλα, να θυμηθούμε και να γράψουμε, να εξομολογηθούμε και να κλάψουμε.
Χωράμε κι οι δυο.

«Η εξομολόγηση γίνεται σε έναν κι όχι σε πολλούς. Να το ξέρεις», μουρμούρισε η ψυχή και κάθισε δίπλα μου.
Τ’ άκουσα και της απαντώ. «Ένας δε φτάνει, όταν έχεις να πεις πολλά. Θα κουραστεί και θα χαθεί. Γι’ αυτό κι εγώ τα λέω σε πολλούς, για να με φτάσει ο αντίλαλος, και να με ξανακούσω εγώ. Για να με βρω πάλι...»
***********************************************
(Εννοείται, αδούλευτο!)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου